τέρθριος

τέρθριος
-α, -ο / τέρθριος, -ία, -ο, ΝΑ [τέρθρον]
νεοελλ.
ναυτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τέρθρο (α. «τέρθρια υπέρα» — καλώδιο με το οποίο υψώνεται το κέρας επιδρόμου ή ημιολίου, κν. η τσούντα τού πικιού
β. «τέρθριο σύσπαστο» — η τσούντα)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ τέρθριος
σχοινί που κρέμεται από το άκρο τής κεραίας τού ιστού
2. φρ. «τερθρία πνοή» — άνεμος τής πρύμνης ή, κατ' άλλους, πιθ. ισχυρός άνεμος για την αντιμετώπιση τού οποίου έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τα παραπάνω σχοινιά (Σοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τερθρίους — τέρθριος rope from the end of a sail yard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρθριοι — τέρθριος rope from the end of a sail yard masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρθριον — τέρθριος rope from the end of a sail yard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρθρος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τέρθριος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”